- συναποκαλώ
- -έω, Ααποκαλώ επίσης («τὴν τοῡ ἀνθρώπου ψυχὴν δύναμιν συναποκαλῶν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek